- κυστοειδή
- (cystoidea). Ομοταξία κρινοειδών εχινοδέρμων που έχει εκλείψει. Ήταν ζώα με σφαιρικό εξωσκελετό, αποτελούμενο από πολυάριθμες –ασύμμετρα τοποθετημένες– ασβεστολιθικές πλάκες (πινακίδια), οι οποίες ήταν διάτρητες από μικροσκοπικούς πόρους, που πιθανότατα χρησίμευαν στην ανταλλαγή αερίων. Έζησαν από τα τέλη της καμβρίου έως τη δεβόνιο περίοδο (για ένα χρονικό διάστημα περίπου 150 εκατ. ετών), με μεγαλύτερη εξάπλωση κατά την ορδοβίκιο περίοδο του παλαιοζωικού αιώνα. Πιθανότατα ήταν αιωρηματοφάγοι, λόγω του ότι ήταν εδραίοι οργανισμοί, παγίδευαν δηλαδή τεμαχίδια τροφής με τους μικρούς και λεπτούς τους βραχίονες, τα οποία στη συνέχεια ωθούσαν προς το στόμα μέσω τροφικών αυλακών. Τα κ. έφεραν έναν μικρό μίσχο που επέτρεπε τη –μόνιμη ή παροδική– προσκόλλησή τους σε κάποιο υπόστρωμα· ο μίσχος αυτός άλλοτε κατέληγε σε μια μυτερή ουρά, όπως στο γένος μικροκύστις, και άλλοτε έλειπε τελείως, όπως στο γένος αριστοκύστις. Στην περίπτωση αυτή το ζώο προσκολλούσε στο υπόστρωμα με την προέκταση του σώματός του. Δείγματα κ. έχουν βρεθεί σε παλαιοζωικά στρώματα της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Γροιλανδίας, της Σκανδιναβίας, της Ισπανίας, του Μαρόκου, της Κίνας, της Ινδίας, της Αμερικής κ.α. Τα κ. υποδιαιρούνται σε δύο τάξεις: τα ρομβοφόρα και τα διπλοφόρα. Από τα διάφορα γένη σημειώνεται το γένος Macrocystella της ανώτερης καμβρίου της Βοημίας, της Γροιλανδίας και της Αγγλίας, και το γένος Calix της ορδοβικίου, που είναι το μεγαλύτερο γνωστό κ., ύψους περίπου 40 εκ., με θήκη αποτελούμενη από 200 πινακίδια.
Dictionary of Greek. 2013.